- Γορτυνίων
- Γορτύνιοςfem gen plΓορτύνιοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρότατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’ (4ος αι. π.Χ.). Κλήθηκε στη Σικελία για να αναλάβει την αρχηγία και να διοργανώσει τον αγώνα που έκαναν οι περισσότερες τότε πόλεις της Σικελίας εναντίον του… … Dictionary of Greek
κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… … Dictionary of Greek
Δηλιγιάννης, Θεόδωρος — (Λαγκάδια Γορτυνίας 1823 – Αθήνα 1905).Πολιτικός, πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης (1885 86, 1890 92, 1895 97, 1902 και 1905). Καταγόταν από οικογένεια Γορτύνιων αγωνιστών. Διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Η… … Dictionary of Greek
Δορύλαιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ως ένας από τους Κενταύρους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, σκοτώθηκε από τον Πηλέα στους γάμους του Πειρίθου. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχηγός Ερετριέων αποίκων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν επώνυμος ήρωας της φρυγικής… … Dictionary of Greek
Λύκτος ή Λύττος — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Ήταν χτισμένη στο όρος Αργαίο, παρακλάδι της Ίδης, και βρισκόταν ΝΑ της Κνωσού, σε μικρή απόσταση από το Λιβυκό πέλαγος. Στην επικράτειά της περιλαμβάνονταν επίσης τα νησιά Μινώα και Στρογγύλη και οι πόλεις Μίλατος και… … Dictionary of Greek